Πάεις χωρκό ρε;
Ήταν Μ. Παρασκευή. Επιτάφιος. Τότε ακόμα πήγαινα εκκλησιά στο χωρκό, στην Κλήρου. Ήταν ευκαιρία να βρεθούμε τζιαι με τους συμμαθητές μου, του δημοτικού, τους φίλους μου που το στρατό.. να κόψουμε καμιά κουβέντα με τους συγγενείς σαν εφακκούσαμε γυρώ του χωρκού με την περιφορά.
Η Κλήρου εν το χωρκό της μάνας μου. Ο πατέρας μου εν που το Αγριδάτζι, ένα μιτσή χωρκό κάτω που τον Κυπαρρισόβουνο, κάτω που τις αντέννες του Μπαϊράκ. Ο παππούς μου εν (ήταν) που τον Λάρνακα της Λαπήθου, αλλά επαντρέφτηκε τη γιαγιά μου τη Χαρίτα που το Αγριδάτζι. Έκαμε διάφορες δουλειές για να συντηρεί την οικογένεια του. Η πιο προσοδοφόρα νομίζω ήταν ο τζινηός (κυνηγός). Οι ιστορίες που τον Πενταδάκτυλο αναγιώσαν μας. Τζαι όχι μόνο τα εγγόνια του. Τούτες οι ιστορίες θρύλοι, μαγέψαν και τα ανίψια μου που την πλευρά της μάνας μου, που έννεν πρόσφυγες. Ούλλοι μας ήταν σαν να περπατήσαμε τον Πενταδάκτυλο παδκιά παδκιά. Η ανάγκη μας να τον δούμε που κοντά, να περπατήσουμε στο Αγριδάτζι ήταν μεγάλη.
Έτσι ήταν πολλά φυσιολογικό για τον ανιψιό μου το Ηλιόφωτο — γιος της αρφής της μάνας μου — να μου πει τζείνη τη νύχτα, 25 του Απρίλη 2003, η ώρα 10μ.μ., πόξω που την εκκλησιά της Παναγίας της Ευαγγελίστριας στην Κλήρου: «Ρε, πάεις να πάμε στο χωρκό ποτζί;».
Η απάντηση μου ήταν ερώτηση: «Σοβαρομιλάς;» Είχαν ανοίξει τα οδοφράγματα πριν 2 μέρες, στις 23 του Απρίλη τζιαι γίνετουν χαμός. Δεν αρκήσαμε να πάμε σπίτι, να πακκετάρουμε 1–2 σάντουιτς, ένα νερό, ένα χυμό τζιαι να φύουμε για το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Είμασταν πολλά βιαστικοί αλλά πρόλαβε ο πατέρας μου να μας σχεδιάσει πάνω σε μια κόλλα χαρτί το δρόμο για το σπίτι, άμα έμπαινα του χωρκού τζιαι μετά.
Παρκάραμε και πιάσαμε σειρά με το αυτοκίνητο. Στην αρχή καθούμασταν μέσα στο αυτοκίνητο τζιαι κουβεντιάζαμε. Δε θυμούμαι για ποιο πράμα. Θυμούμαι απλά να μεν είμαι σίουρος αν τζιμούμε ή αν είμαι όξυπνος. Είχαμε πάει πολλές φορές στο οδόφραγμα. Πολλές διαδηλώσεις, αγρυπνίες, συναυλίες.. τζιαι τωρά; Ήταν να ρέξουμε; Που τα αλήθκια; Για το μόνο πράμα που δεν κουβεντιάζαμε ήταν αν θα τα έβρουμε να πάμε ως το χωρκό. Βκήκαμε που το αυτοκίνητο, κουβεντιάσαμε και με άλλο κόσμο. Οι παραπάνω ήταν πρόσφυγες οι ίδιοι. Που εθέλαν να παν να δουν τους τόπους τζιαι τα σπίθκια τους. Λίοι σαν εμάς. Που δεν εγγενηθήκαν ποτζί. Τζοιμηθήκαμε τζιαι λίο μες το αυτοκίνητο. Ξημέρωσε. Οι μπάρες κλειστές. Έπρεπε να βγκάλουμε τζιαι ένα πάσο που το κουβούκλιο των Τ/Κ. Εν τω μεταξύ ήρτε τζιαι η Μαρία η γενέκα του Ηλιόφωτου το πρωί τζιαι περίμενε μαζί μας. Να μεν τα πολυλοούμε, εγίνηκε μεσημέρι. Κατά τις 13:00 ανοίξαν!
Εμουντάραμε ουλλοί.. με σειρά άναρχη. Περπατητοί, αυτοκίνητα, μοτόρες. Να μπουν ούλλοι πρώτοι, σαν να τζιαι εκράτεν μας ένα άγχος, μπας τζιαι μετανώσουν τζιαι κλείσουν τα. Γλήορα! Θυμούμαι κάποιος τσίλησε με το αυτοκίνητο το πόδι κάποιου που εκράταν μοτόρα. Είμασταν εμείς; Εν ηξέρω.. νομίζω ήταν καλά..
Μπήκαμε στη Λευκωσία.. την κατεχόμενη. Πού πάμε; «Ακολούθα τους πολλούς»! Άλλοι εν να παν βόρεια, άλλοι ανατολικά, εμείς δυτικά! Στο πρώτο roundabout νομίζω επήαμεν ίσχια. Μετά αρκέψαμε να πηγαίνουμε αριστερά, παράλληλα με το βουνό. Εν θυμούμαι πολλά πράματα που το δρόμο μες την πόλη. Τα μάθκια μου ήταν πάνω στο βουνό, να θωρώ τις αντέννες του Μπαϊράκ. «Που κάτω εν το σπίτι γιε μου», τα λόγια του Μελή. Προχωρούσαμε τζιαι είχαμε αριστερά μας το Γερόλακκο πιο κάτω Μάμμαρι, Κοτσινοτριμμυθκιά, Ακάτζι, Περιστερώνα, Μάμμαρι και δεξιά μας πάντα τον Πενταδάκτυλο. Άμπα τζιαι κοντέψαμε στο ύψος των αντενών, είπαμε να στρίψουμε δεξιά. Μετά είδα ότι ήταν στο ύψος της Σκυλλούρας. Στα μεταφυσικά εν πιστεύκω αλλά ήταν σαν να μας ετράβαν ένας μαγνήτης που το σπίτι.. ούλλο ίσχια ξάδελφε. Πάμε καλά!
Περάσαμε το πρώτο χωρκό (Άγιος Ερμόλαος) και μπήκαμε στο δεύτερο. Δεν ήμουν σίουρος αν ήταν το Αγριδάτζι. Η ταπέλα έγραφε Akcicek. Τωρά τούτο εν το Αγριδάτζι; Να αρκέψω να ρουφώ εικόνες; Μυρωθκιές, Ήχους; Ξαφνικά κάτι γίνεται.. «Τρύπησε λάστιχο» λαλεί ο Ηλιόφωτος, «τραβά με αριστερά». Πιάνουμε πάντα.. πράγματι, ένα που τα πισινά λάστιχα ήταν τρυπημένο και καθούμενο. «Άτε, φέρτον κρίκκο και το σπέαρ»! Βάλουμε τον κρίκκο που κάτω.. το σιερικόν, ο λοστός.. εν έμπαινε μες τον κρίκο για να μαναβελιάσουμε και να σηκωθεί το αυτοκίνητο.. «Ρε μα τούτο έννεν δικό του, εν ταιρκάζει». Εφάμε 15 λεπτά τζιαι ακόμα τίποτε… «Ρε κύριε ελέησον…».
Σε λίο, που αριστερά, θωρούμε 5–6 άτομα να έρκουνται μέσα που ένα σπίτι. «Παναγία μου Τούρτζιοι» λαλεί η Μαρία και έμπηκε μέσα στο αυτοκίνητο και κλείδωσε τζιαι τις πόρτες! Φαντάζουμε ασυναίσθητα, θα σκέφτηκε ούλλα τούτα που μαθαίνουμε μεγαλώνοντας. Οι Τούρτζιοι εν κακά πλάσματα, ήρταν επιάν μας τα σπίθκια μας, εκάμαν μας πολλά κακά τζιαι ξέρω γω.. Φυσικά να σας πω την αλήθκεια, τζιαι γω που εφώναζα «Οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας», άμα τους είδα να έρκουνται πάνω μας, τζιαι να κρατούν τζιαι 1–2 σίερα, εφοήθηκα λίο (πολλά). Με λία Αγγλικά, με κάμποσα κυπριακά και νεψίματα, καταλάβαμε ότι ήρταν να βοηθήσουν. Ετερκάσαν ένα που τα σίερα που εβαστούσαν, τζ’ αλλάξαν μας το λάστιχο! «Ποιο εν το χωρκό τούτο;» ρωτώ τους. «Σύσκληπος» λαλεί μου ο πιο μυάλος.
Συνεχίσαμε αλλό λίο όπως επήενε ο δρόμος, τζιαι μπήκαμε στο Αγριδάτζι. Σταματήσαμε λίο στην αρχή του χωρκού, βγκάλαμε μερικές φωτογραφίες. Έβγαλα την κολλούα.. τζιαι συνεχίσαμε να έβρουμε το σπίτι. Η κολλούα μας επήρε εύκολα. Όταν το είδα πάνω στο ανήφορο εκατάλαβα το. Το σπίτι ετέλειωσε με τους κόπους του Μελή τζιαι της Χαρίτας, το 1973. Το 1974 εφύαν, τζιαι έκτισε το ίδιο στη Μαλούντα (μετά που ζήσαν πολλά χρόνια σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα και νερό, αλλά τούτη εν άλλη ιστορία). Ήταν το ίδιο σχέδιο. Πας τις κολώνες για να έχει αποθήκες που κάτω, η κουζίνα που την πίσω πλευρά, στην αυλή. Εν το εσκέφτηκα καθόλου. Εφάτζησα τη πόρτα. Άνοιξε μου μια γενέκα. Άμηχανα. Νομίζω εκατάλαβε. Εφώναξε του άντρα της. Ήρτε. Χαμογέλασε. Come inside, λαλεί μου.. θένκιου απαντώ τζιαι μπαίνω. Τα μάθκια μου εσκανάραν το σπίτι.. νομίζω εκαρτέρουν να δω τον παππού μου κάπου, τη γιαγιά μου να νεκατώνει τη μαϊρισσα με τη λεμονάδα, τον Τάκη να ακούει ράδιο, τον παπά μου τζιαι το θκειό μου τον Πάμπο στρατιώτες, τον Λούκα μαθητή τζιαι τον Παναή..νομίζω κάπου τζιαμέ σταμάτησε ο χρόνος μες τούτο το σπίτι.. τίποτε εν είδα όμως. Ρώτησα αν ήβραν κάτι δικό μας. Τίποτε εν ήβραν. Εγόρασε το σπίτι που έναν άλλο. Τούτος εν που τη Πάφο. Όποτε του πουν πάει πίσω και διά μας το σπίτι λαλεί.. Μπήκα στη κουζίνα.. αλλά έθελα αέρα. Βγήκα στην αυλή. Είδα πάνω, τζιαι πράγματι. Οι αντένες ήταν ακριβώς που πάνω μας. Περπάτησα λίο. Είσχε μια λεμονιά φορτωμένη. Έκοψα 3–4 λεμόνια, έσχιψα και μάζεψα και 3 πέτρες. Ανέβηκα ως τη βεράντα την μπροστινή και έπιασα τηλέφωνο τον παππού μου. Έπιασα σήμα τζιαι γραμμή. Κτυπά.. «Παππού!» τζιαι μαζεύκω τα σωθικά μου που ήταν ούλλα σε ένα κόμπο στο λαιμό μου.. «Παππού! Είμαι πας τη βεράντα σου!». «Έλα μέσα γιε μου, τι κάμνεις πόξω;». «Παππού! Στη βεράντα σου στο χωρκό! Στο Αγριδάτζι!» Θυμούμαι τη Μαρία να με θωρεί που τα σκαλιά.. τζιαι να κλαίει τζιαι τζείνη… Ο παππούς μου εσιώπησε λίο. Εφάνηκε μου πολλά. «Δώστους σχιερετίσματα γιε μου». Εν αθυμμούμαι αν είπαμε τίποτε άλλο… Εφύαμεν…
Είδαμε το δημοτικό, την εκκλησιά που ήταν γεμάτη σανούς. Κατηφορήσαμε ως τον Λάρνακα.. Συνεχίσαμε Κερύνεια, που τη Βασίλεια. Ίσως το πιο όμορφο στρίψιμο της Κύπρου.. να θωρείς τζιαι που τις δκυό πλευρές του βουνού. Ομορφκιές παντού. Περάσαμε που τη Λάπηθο τον Καραβά, φτάσαμε Κερύνεια. Ούλλα τούτα θέλουν δικές τους ιστορίες.
Αρκήσαμε. Άρκεψε να νυχτώνει, πρέπει να ήταν 7 περίπου. Έπρεπε να είμαστε πίσω ως τα μεσάνυχτα, πριν να κλείσουν τα οδοφράγματα. Έπρεπε να πάμε όμως και στον Απόστολο Ανδρέα. Βρίσκουμε το δρόμο άνετα και θυμούμαι πόση εντύπωση μου έκαμε που επροχωρούσαμε σκοτεινά, άλλα αυτοκίνητα δεν ίσχε, τζιαι πόσο εστένευκε ο δρόμος.. θάλασσα αριστερά και δεξιά. Φτάνουμε στο θρυλικό Ριζοκάρπασο και συνεχίζουμε για το μοναστήρι. Φτάνουμε. Δεν έσχει κανένα άλλο. Σκοτεινά. Κατεβαίνουμε. Θωρούμε φως σε ένα δωμάτιο. Πάω κτυπώ τζιαι μπαίνω. Αστυνομία. Ψευδοαστυνομία αλλά όσο αληθινή γίνεται τζιαι με θωρούν περίεργα. Τους εξηγώ γλήορα ότι θέλουμε να μπούμε μέσα στην εκκλησία. Με στέλνουν να βρω τον παπά. Τον βρίσκω και έρχεται και μας ανοίγει την εκκλησιά. Ρεύμα μέσα δεν ίσχε. Μόνο το φως των τζιερκών. Της εκκλησιάς τζιαι των μυστηρίων εν είμαι. Αλλά ένα δέος μπροστά στο εικόνισμα το ένιωσα. Μόνοι μας οι 3 μας, ανάψαμε που ένα τζιερί στα γλήορα, βάλαμε το σταυρό μας τζιαι ξεκινήσαμε. Αγώνας δρόμου.. ήταν περασμένες 10μ.μ. Δώδεκα παρά 10 περάσαμε το οδόφραγμα, με 4 λεμόνια, 3 πέτρες τζιαι πολλά κιλά συναισθήματα, πίκρα παραπάνω, χαρά.. εν ξέρω, σαντανωμένα πράματα.
Επεράσαν 20 χρόνια. Είμασταν μιτσιοί.. τζιαι τωρά σαρανταρήσαμε τζιαι βάλε.. μακροχρονίσαμε.. Ο Μελής τζιαι η Χαρίτα τζιαι ο Τάκης εφύαν τζιαι που τη Μαλούντα…
Ήταν Μ. Παρασκευή, εξημέρωνε Πρώτη Ανάσταση και τωρά Ανάσταση..εμείς ακόμα καρτερούμε.. όπως τζιαι να έσχει.. έτσι αθυμούμαι την πρώτη φορά που πέρασα.. γράφω τα όπως τα λαλώ.. όπως τα νιώθω..
29 Απριλίου 2023